Σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, η νέα Επενδυτική Στρατηγική Λιανικής (RIS) που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 24 Μαΐου, έχει εγείρει πολλαπλές ανησυχίες σε πολλά ευρωπαϊκά μέτωπα. Ήδη τα σωματεία ΕΕΑΕ – ΕΣΑΠΕ – ΣΕΜΑ δημοσίευσαν σε κοινή τους δήλωση ότι, ενώ η BIPAR συμφωνεί με την Ένωση Κεφαλαιαγοράς (CMU) για την τόνωση των επενδύσεων από μικροεπενδυτές, προβληματίζεται για τον ρόλο που καλούνται να αναλάβουν οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές σε αυτή τη ρύθμιση. Παράλληλα στην δήλωση της Insurance Europe και των επτά ενώσεων αναφέρεται πως μία τέτοια στρατηγική είναι αρκετά περίπλοκη στην υλοποίηση με περιορισμένα οφέλη για τους πελάτες.
Στη δήλωση των AMICE, EACB, EAPB, EBF, EFAMA, ESBG, EUSIPA & Insurance Europe γίνεται μία πλήρη αξιολόγηση των κινδύνων αλλά και των επιπτώσεων του νομοθετικού πλαισίου για τις λιανικές επενδύσεις (RIS). Οι ενώσεις παρ’ ότι στηρίζουν απόλυτα τον σκοπό της ενίσχυσης της λιανικής συμμετοχής στις χρηματοπιστωτικές αγορές και την ενθαρρυντική μετάβαση προς την ψηφιακή επικοινωνία, ανησυχούν για το κατά πόσο αυτές οι προτάσεις στρέφονται όντως προς όφελος των μικροεπενδυτών (τόσο κοστολογικά όπως και αξιακά).
Η προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχουν δομηθεί έτσι ώστε να λειτουργούν πελατοκεντρικά, προς συμφέρον του πελάτη. Ωστόσο η προτεινόμενη προσέγγιση στρέφεται δυσανάλογα στο κόστος και μπορεί να οδηγήσει τους καταναλωτές να προτιμήσουν την φθηνότερη επιλογή εις βάρος άλλων που πιθανώς να προσφέρουν μεγαλύτερη αξία. Κάτι τέτοιο, όπως σημειώνεται στη δήλωση, θα ήταν ασύμφορο για τον πελάτη
Επιπλέον, οι ανησυχίες στρέφονται γύρω από τα παρακάτω:
- Παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή δήλωσε ότι εγκατέλειψε το αρχικό της σχέδιο να απαγορεύσει πλήρως τις προμήθειες στη διανομή επενδυτικών προϊόντων και ασφαλιστικών προϊόντων βασισμένων σε επενδύσεις λόγω πιθανής διαταραχής της αγοράς, υπάρχουν πολλές απαγορεύσεις για την πληρωμή προμηθειών στις προτάσεις RIS, και αυτές θα είχαν ακόμη σημαντικές και αποδιοργανωτικές συνέπειες για τον Ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό τομέα και την πρόσβαση των καταναλωτών σε επενδυτική και ασφαλιστική προστασία.
- Ο σημαντικός αριθμός νέων διαδικασιών, πολιτικών, οργανωτικών απαιτήσεων, τεχνικών αποκαλύψεων και υποχρεώσεων συμμόρφωσης που εισάγονται από τις προτάσεις αποκλίνει από τους δηλωμένους στόχους της
α) μείωσης της υπερφόρτωσης πληροφοριών στους πελάτες, και β) απλοποίησης της πρόσβασης στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Στην πραγματικότητα, ο απίστευτος όγκος απαιτήσεων προσθέτει περιπλοκές που είναι πολύ πιθανό να αποθαρρύνουν την εμπλοκή των καταναλωτών, καθώς ο έπαινος της μετατροπής των Ευρωπαίων καταθετών σε επενδυτές θα εμποδιστεί από μια ακόμη μεγαλύτερη, πιο σύνθετη και πιο επιβαρυντική επενδυτική διαδικασία. - Η προτεινόμενη εισαγωγή μίας απόλυτης (one size), ποσοτικής αξιολόγησης σχέσης ποιότητας – τιμής (value for money) αντιβαίνει τον βασικό στόχο της επενδυτικής διαδικασίας, η οποία είναι να προσφέρει εξατομικευμένες λύσεις στις διαφορετικές ανάγκες των πελατών. Πράγματι, η αξία περιλαμβάνει περισσότερα από απλά κόστη και έχει διάφορες εννοίες για διάφορους καταναλωτές, ανάλογα με τις συνθήκες, τους στόχους και τις προσωπικές τους αξίες.
Όχι μόνο μια τέτοια άσκηση αξιολόγησης θα ήταν εξαιρετικά περίπλοκη για την εκτέλεση, με περιορισμένα οφέλη για τους πελάτες (μια προσέγγιση που επικεντρώνεται στο κόστος παρά στον επενδυτή), αλλά ουσιαστικά θεσπίζει μια παρέμβαση της τιμής που καθορίζεται από τη ρύθμιση στις κεφαλαιαγορές. Επομένως, αμφισβητείται η ανάγκη, η νομική βάση και οι συνέπειες, ειδικά σε ό,τι αφορά τον ανταγωνισμό στην αγορά, μίας τέτοιας πολιτικής. Επιπλέον, η τιμολόγηση μέσω αξιολογήσεων θα θέσει σημαντικές απειλές για την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων, ειδικά στις πολλές ανερχόμενες επενδυτικές περιοχές που δεν έχουν ιστορικά δεδομένα τιμών, και δεν θα είναι συμβατή (η τιμολόγηση) με τις συνεχείς προσπάθειες για την προώθηση μιας πιο βιώσιμης προσφοράς. Όλα αυτά θα έχουν σαφώς επιζήμιες επιπτώσεις στη διεθνή ελκυστικότητα της κεφαλαιαγοράς της ΕΕ.
- Εξίσου ανήσυχοι είναι ακόμα για το μη ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των νέων απαιτήσεων. Ο κλάδος χρειάζεται επαρκή χρόνο για να εφαρμόσει οποιεσδήποτε νέες απαιτήσεις στις εκατομμύρια διαφορετικές συμβατικές σχέσεις που διατηρεί με λιανικούς επενδυτές και πελάτες. Επομένως, το χρονοδιάγραμμα πρέπει να λάβει υπόψη το σημείο στο οποίο δημοσιεύονται όλες οι απαραίτητες προδιαγραφές του Επιπέδου 2 και οι εθνικές διατάξεις. Προς το παρόν, οι προτεινόμενες ημερομηνίες μεταφοράς στο τρέχον προσχέδιο θα καθιστούσαν αδύνατη τη συμμόρφωση του κλάδου, καθώς μπορεί ήδη να προβλεφθεί ότι έως τότε δεν θα έχουν δημοσιευθεί ακόμη οι προδιαγραφές του Επιπέδου 2.
Οι AMICE, EACB, EAPB, EBF, EFAMA, ESBG, EUSIPA & Insurance Europe ως εκπρόσωποι της χρηματοπιστωτικής και ασφαλιστικής βιομηχανίας, παραμένουν πλήρως δεσμευμένοι να συμβάλουν με κατασκευαστικό τρόπο στη συζήτηση για τον εκσυγχρονισμό των λιανικών επενδυτών. Θα συνεχιστεί ο διάλογος με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και η περαιτέρω συζήτηση για τα προτεινόμενα μέτρα μόλις ολοκληρωθεί η αξιολόγηση.
Δείτε εδώ την δήλωση της Insurance Europe: insuranceeurope.eu